- κρότος
- I
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας.IIΜυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των Μουσών. Σύμφωνα με την παράδοση, μεγάλωσε στον Ελικώνα, όπου παρακολουθούσε τους χορούς και τα τραγούδια των Μουσών. Για να τους δείξει την ευχαρίστησή του, πηδούσε και χτυπούσε τα χέρια του με θόρυβο, εφευρίσκοντας το χειροκρότημα. Οι Μούσες τον αγαπούσαν πολύ και, μετά τον θάνατό του, ζήτησαν από τον Δία να τον μεταμορφώσει σε αστέρι· έτσι, μεταμορφώθηκε στον αστερισμό του Τοξότη.* * *ο (AM κρότος, Μ και κρότος, τὸ)1. δυνατός και ξηρός ήχος μικρής διάρκειας που προέρχεται συνήθως από κρούση ή σύγκρουση (α. «μέ ξύπνησε ένας φοβερός κρότος» β. «ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρθένων ἰαχεῑ ποδῶν κρότοισιν», Ευρ.)2. (γενικά) ο έντονος ήχος ή ο θόρυβοςνεοελλ.1. (ακουστ.) ήχος πολύ σύντομης συνήθως διάρκειας, ο οποίος στερείται τού χαρακτηριστικού τού ύψους2. μτφ. ζωηρή εντύπωση ή μεγάλη απήχηση ενός γεγονότος, πάταγος («τα τελευταία σκάνδαλα έκαναν κρότο διεθνώς»)μσν.1. ταραχή2. φρ. «παίρνω τὸ κρότος» — καταλαμβάνομαι από φόβομσν.-αρχ.χειροκρότημα, επιδοκιμασία («κρότος χειρών», Αριστοφ.)αρχ.1. (ειδ.) ξηρός ήχος που προκαλεί κανείς προκειμένου να συγκεντρώσει σμήνος μελισσών («δοκοῡσι δὲ χαίρειν αἱ μέλιτται καὶ τῷ κρότῳ», Αριστοτ.)2. αποδοκιμασία («ἦν δὲ γέλως καὶ κρότος ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ὁλκάδος», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρότος είναι μεταρρηματ. παρ. τού κροτῶ, το οποίο μαρτυρείται νωρίτερα και συχνότερα από το κρότος. Πρόκειται πιθ. για επιτατικό σχηματισμό, που ανάγεται ίσως σε *krnt- και συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή βρομῶ, δουπῶ*, καθώς και με αγγλοσαξ. hrindan, hrand, αρχ. νορβ. hrinda, hratt «χτυπώ».ΠΑΡ. κρόταλονεοελλ.κροτικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κροτοθόρυβος. (Β' συνθετικό) άκροτος, δίκροτος, έκκροτος, μονόκροτος, πολύκροτος, τρίκροτοςαρχ.αμφίκροτος, απόκροτος, δυσκροτος, επίκροτος, εύκροτος, ιππόκροτος, κατάκροτος, κωδωνόκροτος, λιγόκροτος, μετρόκροτος, νεόκροτος, περίκροτος, ποδίκροτος, ποσσίκροτος, υψίκροτος, φιλόκροτος, χαλκόκροτοςνεοελλ.αλεξίκροτος].
Dictionary of Greek. 2013.